- αμάλαγος
- και αναμάλαγος, -η, -οβλ. αμάλακτος.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού μτγν. επιθ. αμάλακτος < α- στερητ. + μαλάσσω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμαλαγάδα, αμαλαγιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάλαγος — αμάλαγος, η, ο και αμάλαχτος, η, ο 1. αυτός που δε μαλάχτηκε ή δεν μπορεί να μαλαχτεί: Ήταν κερί αμάλαχτο. 2. αυτός που δε θωπεύτηκε, ο αγνός: Πήρε γυναίκα αμάλαγη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμαλαγιά — και αναμαλαγιά και αμαλαγή, η 1. το να είναι κανείς αμάλαγος 2. (για ερωτικές σχέσεις) το να είναι κανείς άθικτος, αχάιδευτος, άρα αγνεία, παρθενικότητα 3. άθικτη, πλούσια σε χόρτο γη 4. ξηρά με άφθονη βλάστηση ή θάλασσα με πολλά ψάρια 5.… … Dictionary of Greek
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
αμαλαγάδα — η (για τόπους βοσκής) έκταση αβόσκητη, ανέπαφη, ανέγγιχτη· [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάλαγος + παραγ. κατάλ. άδα] … Dictionary of Greek
αμάλαχτος — η, ο βλ. αμάλαγος, η, ο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)